τετραοδίτις

τετραοδίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
(για τη θεά Σελήνη) αυτή που συχνάζει στα σταυροδρόμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράοδος + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. τριοδ-ῖτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”